MathJax

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

πως ο φραπές & το μετρό έσωσαν τη Θεσσαλονίκη από τα ζόμπι #5

Ακριβώς την στιγμή που βοηθούσαμε και τον τελευταίο θεραπευμένο να βγει από την τρύπα και να καθαριστεί από τον φραπέ, την στιγμή που δεν είχαμε κανέναν ανάγκη δηλαδή, εμφανίστηκε ένα μεγάλο κομβόι από τζιπάκια με το πρώτο να έχει τα διακριτικά της δημοτικής αστυνομίας της Θεσσαλονίκης που τότε υπήρχε ακόμη. Με δεδομένο ότι δεν είχα ούτε εγώ αλλά ούτε και ο Σωτήρης παρκάρει παράνομα μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η παρουσία τους στον σταθμό αλλά μετά από λίγα λεπτά κατάλαβα πως θα χρησίμευαν για πορτοκαλί κώνοι τροχαίας, θα βρισκόταν στην άκρη του σταθμού και θα απωθούσαν οποιονδήποτε προσπαθούσε να πλησιάσει. Γι’ αυτούς που ήδη βρίσκονταν στον σταθμό κάποιοι με περισσότερη ικανότητα σκέψης είχαν άλλα σχέδια.
Τρεις σκιώδεις τύποι, ντυμένοι στα μαύρα με μακριές καμπαρντίνες βγήκαν από ένα από τα τζιπάκια και μας παραμέρισαν. Αυτοσυστήθηκαν ως η Επιτροπή για την Κοινωνική Συνοχή. Μάλιστα είχαν και κάρτες, χωρίς ονόματα βέβαια, που ήταν πάρα πολύ όμορφα σχεδιασμένες και χρησιμοποιούσαν σχεδόν και τις πενήντα αποχρώσεις του γκρι. Μας ζήτησαν να τους εξιστορήσουμε όλη την περιπέτειά μας αλλά αρνήθηκα βρίζοντάς τους επειδή ήρθαν μόνο όταν όλα διορθώθηκαν. Ο Σωτήρης με ηρέμησε και ανέλαβε να τους ενημερώσει ενώ ένας από αυτούς κρατούσε σημειώσεις. Έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ ικανότερος στο να μιλάει από εμένα οπότε άρχισε να τους διηγείται βήμα προς βήμα όσα ζήσαμε. Βέβαια σε δυο στιγμές που οι λυγμοί δεν άφηναν τον Σωτήρη να συνεχίσει αναγκάστηκα να μιλήσω κι εγώ αλλά παρατήρησα πως εκείνες τις στιγμές ο ένας από τους τρεις σταματούσε να κρατάει σημειώσεις. Λίγο αργότερα κατάλαβα γιατί.

Οι τύποι αφού άκουσαν ότι ήθελαν να ακούσουν μας ενημέρωσαν πως όλα όσα έγιναν πρέπει να μείνουν κρυφά από όλους. Μας εξήγησαν πως είχαν ήδη προετοιμαστεί αποκόπτοντας το ίντερνετ ενώ είχαν ήδη στείλει εκπροσώπους τους σε όλους τους Θεσσαλονικείς ενημερώνοντάς τους πως όλα όσα συνέβησαν έπρεπε να μείνουν κρυφά. Το κόστος αν διέρρεε κάτι τέτοιο στον έξω κόσμο θα ήταν ιδιαίτερα καταστροφικό. Θα επικρατούσε πανικός ενώ όλες οι κοινωνικές δομές θα κατέρρεαν μέσα σε μερικές στιγμές κι αυτό θα ήταν το λιγότερο. Ο πολιτισμός θα αφανιζόταν χωρίς καν να υπήρχε κάποιος σημαντικός λόγος, μόνο και μόνο επειδή οι ελάχιστοι που θα ήταν ικανοί να διαχειριστούν τέτοιες καταστάσεις θα πνίγονταν από τον άμυαλο όχλο.
Αυτή η πρωτοφανής φίμωση με έκανε έξαλλο αμέσως. Δεν μπορούσα να αντιληφθώ το πώς κάποιος θα απέκρυπτε ένα τόσο σημαντικό γεγονός. Πως κάποιος θα στερούσε τόσο σημαντικές πληροφορίες από την κοινή γνώμη. Δεν πιστεύω σε συνωμοσίες και κρυφές λέσχες αλλά υπήρχε μια ακριβώς μπροστά μου κάνοντας όλα αυτά που προειδοποιούσαν άνθρωποι που μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούσα τρελούς. Αηδιασμένος και χωρίς καν να τους απευθύνω τον λόγο έπιασα από το μπράτσο τον Σωτήρη ξεχνώντας εντελώς τα τραύματά του και προσπάθησα να φύγω. Δυστυχώς όμως ο Σωτήρης είχε άλλη γνώμη.


Πώς μπορείς να φιμώσεις τόσες χιλιάδες ανθρώπους;


‘Έχουν δίκιο. Κανείς δεν μπορεί να το διαχειριστεί αυτό.’
‘Και τι; Θα το ξέρουμε μόνο εμείς; Θα είμαστε οι κλειδοκράτορες; Πώς την έχεις δει; Πώς την έχετε δει όλοι σας; Ο κόσμος πρέπει να μάθει.’
‘Και αν μάθει; Μετά τι θα γίνει;’
‘Δεν ξέρω,’ απάντησα σφίγγοντας την γροθιά που δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά. ‘Απλά όλοι έχουν δικαίωμα να μάθουν.’
‘Θα σου πω εγώ. Όλοι είμαστε δέσμιοι στα πιο πρωτόγονα ένστικτά μας. Όλοι. Κι αυτά προκαλούν τόσο προβλέψιμες ενέργειες που δεν είναι και πολύ δύσκολο να τις μαντέψεις. Είμαι σίγουρος ότι το ξέρεις κι εσύ, απλά χρειάζεσαι λίγο χρόνο να το συνειδητοποιήσεις.’
‘Μιλάς σαν αυτούς.’
‘Μιλάω σαν λογικός άνθρωπος.’
Ακούγοντας αυτές τις λέξεις άρχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Πέρασα τον Βαρδάρη και το μυαλό μου θόλωσε. Σκέφτηκα να μπω στον σταθμό και να ανοίξω την πόρτα, να βγάλω με κάποιον τρόπο όλον εκείνον τον φραπέ που υπήρχε μέσα και να αφήσω τα ζόμπι ελεύθερα ξανά αλλά μια ομάδα από δημοτικούς αστυνομικούς με έκανε να το ξανασκεφτώ. Ήθελα να πληγώσω με όποιον τρόπο μπορούσα τον φίλο μου, αυτόν που μέχρι πριν λίγο κρατούσε στα χέρια του τη ζωή μου αλλά με πρόδωσε τόσο εύκολα, μόνο με δυο λόγια. Τα μάτια μου βούρκωναν κάθε φορά που θυμόμουν να τον κουβαλάω σε ολόκληρη την Θεσσαλονίκη, τη θυσία που έκανε με το να μείνει καλοκαιριάτικα στην πόλη και να μου συμπαρασταθεί μετά το χωρισμό, όλα τα χρόνια που περάσαμε μαζί πιστεύοντας πως ζόμπι υπάρχουν μόνο στις ταινίες, τα γέλια μας.
Άνοιξα την πόρτα του σπιτιού μου και πήγα κατευθείαν στον υπολογιστή. Οι πούστηδες όντως είχαν πειράξει το δίκτυο. Πήγα στο τηλέφωνο, το ίδιο. Άνοιξα την τηλεόραση και μετά από ένα γρήγορο ζάπινγκ είδα ότι κανείς δεν είχε αντιληφθεί το παραμικρό. Κανείς δεν είχε μιλήσει για ό,τι συνέβη. Τι σκατά τους έκαναν οι καριόληδες; Είναι εφικτό –εξαιρετικά δύσκολο αλλά εφικτό- να σταματήσεις την πρόσβαση στο ίντερνετ, να κόψεις το τηλέφωνο, αλλά αυτά βασίζονται σε σύρματα, σε άψυχα καλώδια. Τους ανθρώπους; Πώς μπορείς να φιμώσεις τόσες χιλιάδες ανθρώπους; Αποφάσισα πως εγώ τουλάχιστον δεν επρόκειτο να φιμωθώ. Πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου της δουλειάς του πατέρα μου και βγήκα από την είσοδο αποφασισμένος να πάω σε κάποιο από τα μεγάλα κανάλια. Και τότε ήταν που την είδα.

Πήγαινε στον σταθμό του Μετρό στον Βαρδάρη

Η αιτία που πέρασα το καλοκαίρι μου στην Θεσσαλονίκη. Αυτή που έβριζα σε κάθε ευκαιρία. Αυτή που ο Σωτήρης με έβαζε να ορκιστώ πως θα ξεχάσω. Αυτή που ανέβαζε φωτογραφίες από το πόσο υπέροχα περνούσε τη ζωή της μετά τον χωρισμό. Αυτή που ονόμασε το σκυλάκι μου που χάθηκε για να με προστατέψει. Αυτή που με χώρισε πριν μερικούς μήνες, ακουμπώντας στην εξώπορτα με ένα ζευγάρι σαγιονάρες στα πόδια, μαυρισμένη, με το αλάτι πάνω στο δέρμα της να μυρίζει έντονα και τα μαλλιά της κατσιασμένα από την αλμύρα.
‘Την λένε Κουίνι,’ είπε και τέντωσε το δεξί της χέρι στο οποίο κρατούσε ένα κόκκινο λουρί που κατέληγε σε ένα μικροσκοπικό τεριέ.
Δεν θυμάμαι πόσες φορές κάναμε σεξ αλλά ούτε και χρειάζεται να το αναφέρω εδώ. Με ήθελε πίσω και αυτό ήταν το μόνο που είχε σημασία. Με έβαλε να υποσχεθώ άπειρα πράγματα κι ανάμεσά τους ήταν και το να κρατήσω το στόμα μου κλειστό για όλα όσα έγιναν εκείνο το καλοκαίρι. Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά.
Για αρκετό καιρό όλα κυλούσαν ομαλά. Τα ξαναβρήκα με τον Σωτήρη που φάνηκε πολύ δεκτικός στην επιστροφή αυτής που μέχρι πριν λίγο καιρό δεν ήθελε καν να αναφέρει με το όνομά της. Με έβαλε να ορκιστώ πως θα περνούσαμε όλες τις υπόλοιπες καλοκαιρινές Κυριακές της ζωής μας στην Χαλκιδική κάτι που κάναμε μέχρι τη στιγμή, πριν από 2 μήνες, που ξαναχώρισα.
Μου είπε πως τώρα πλέον δεν είχε λόγο να μου κρατάει το στόμα κλειστό και κανένας δεν θα με πίστευε. Η οργή με πλημμύρισε και αποφάσισα να μοιραστώ τις εμπειρίες μου με όσα περισσότερα άτομα μπορούσα. Μίλησα –όχι, δεν μίλησα, φώναξα- αλλά κανείς δεν με άκουσε. Απελπίστηκα αλλά μόνο όταν είδα εκείνο το χαμόγελο στον Σωτήρη κατάλαβα.
Η μανία μου για τον θάνατο του Κίνγκο, ο φόβος μέσα στο τούνελ, η απίστευτη αγάπη που της έτρεφα και τώρα η εκδίκηση επειδή με χώρισε για δεύτερη φορά. Όλα ένστικτα, άλλα με έσωσαν κι άλλα με κατέστρεφαν, κι εγώ ένα μικρό τηλεκατευθυνόμενο ακριβώς όσο προβλέψιμο είχε αναφέρει ο Σωτήρης. Αποφάσισα λοιπόν να ακολουθήσω το ένστικτό μου ξανά και να φύγω.


Είναι η τελευταία φορά που προσπαθώ να μιλήσω γι’ αυτά που έζησα. Αν το διάβασες και μπορείς, ενημέρωσε και άλλους. Αν νομίζεις πως είμαι τρελός το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πας στον σταθμό του μετρό στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης. Δεν θα σε αφήσουν να μπεις. Εκεί είναι κρυμμένοι όλοι όσοι δεν θεραπεύτηκαν. Κάνε μια βόλτα από την παραλία, από την πεντακάθαρη παραλία, και δες πόσοι απολαμβάνουν τον καφέ τους. Ίσως τότε να με πιστέψεις. Κι αν με πιστέψεις ίσως, ίσως, εσύ αντισταθείς στα ένστικτά σου και κάνεις αυτό που πρέπει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

για συνδέστε, για συνδέστε...