Δεν άντεξα και βούρκωσα στο
θέαμα της ύστατης προσπάθειας του Κίνγκο να σώσει το αφεντικό του για δεύτερη
φορά. Τα δάκρυα θόλωναν την όρασή μου ενώ άρχισα να νιώθω το ίδιο συναίσθημα
που με καλούσε σε δράση και με ανάγκασε πριν λίγο να σπάσω την πλάτη κάποιου.
Μόνο που αυτή τη φορά ο Σωτήρης με σταμάτησε.
'Άφησε τον,' ψιθύρισε
λαχανιάζοντας, εμφανώς ταλαιπωρημένος και από το χτύπημά του νωρίτερα αλλά και
από το βάρος της κουβέντας που έπρεπε να ξεστομίσει.
Προσπάθησα να τον κοιτάξω
στα μάτια αλλά το βλέμμα του είχε χαμηλώσει και κοίταζε το θύμα μας που ακόμη
ισορροπούσε πάνω στο κάγκελο, μια σάρκινη τραμπάλα με σπασμένη σπονδυλική
στήλη. Ήξερα ότι είχε δίκιο και έπρεπε να τον αφήσω γιατί δεν υπήρχε περίπτωση
να προλάβω να τον σώσω αλλά ένα κομμάτι μου δεν ήθελε να το πιστέψει. Ένα
κομμάτι μου που έπρεπε να συμπληρωθεί με ένα κομμάτι του.
'Όχι όλον,' είπα και γύρισα
προς το μέρος του φοιτητή. Δεν χρειάστηκε και πολύ προσπάθεια για να βγάλω το
πόδι του Κίνγκο από το στόμα του. 'Πάμε,' είπα κρατώντας στοργικά το πόδι του
σκύλου μου.
'Πού;'
'Στο
τμήμα. Θα πάρουμε όσα όπλα έχουν και θα τους ξεσκίσουμε τους καριόληδες.'
Κι έτσι, με αυτήν την
εντελώς κινηματογραφική απόφαση που όμως ήταν τόσο ταιριαστή στην κατάσταση
στην οποία είχαμε ξαφνικά βρεθεί, ξεκινήσαμε να περπατάμε στην Εγνατία με
προορισμό το αστυνομικό τμήμα στην Αριστοτέλους. Οι άδειοι δρόμοι θα μας φαινόταν
απόλυτα φυσιολογικοί αν δεν είχαμε δει όλα όσα είχαμε δει, απλά μια
καλοκαιριάτικη Κυριακή, αλλά έτσι φάνταζαν ακόμη πιο έρημοι και
ανατριχιαστικοί. Ξαφνικά ο καυτός ήλιος δεν ήταν ο πρωταγωνιστής της πόλης όπως
ήταν ανελλιπώς όλα τα προηγούμενα καλοκαίρια, την θέση του είχε πάρει ο φόβος.
Αυτός μας έκανε να διπλοτσεκάρουμε κάθε δρόμο που περνούσαμε για τυχόν ζόμπι.
Αγγελάκη, Εθνικής Αμύνης, Μελενίκου, η αρχή της Φιλίππου πίσω από την Παναγία
Δεξιά, όλοι υποψήφιοι συνεργάτες των ζόμπι που θα τους βοηθούσαν να έρθουν ακόμη
πιο κοντά μας. Καθώς περπατούσαμε ολομόναχοι και βλέποντας τα άδεια στενά
πίστεψα πως αυτό που είχαμε ζήσει ήταν κάτι μεμονωμένο, μια παρέα ατόμων που
πειραματιζόταν και κάτι πήγε στραβά. Μόνο όταν φτάσαμε στην Καμάρα μπόρεσα να συλλάβω
πραγματικά την σημαντικότητα και το μέγεθος αυτού που συνέβαινε.
Πάνω στα κάγκελα που προφύλασσαν
το μνημείο βρίσκονταν τρυπημένα τουλάχιστον είκοσι φρεσκοσκοτωμένα πτώματα.
Γύρω τους μια λίμνη από αίμα που ο ήλιος δεν είχε προλάβει να στεγνώσει λόγω
της ποσότητας και έτρεχε προς τα σιφώνια της Εγνατίας. Στο πεζοδρόμιο μια ομάδα
από αυτοκίνητα και λεωφορεία με τους οδηγούς ακόμη στα τιμόνια παραμορφωμένους
από τα τρακαρίσματα, έστεκαν διαλυμένα δημιουργώντας μια άμορφη μάζα από
σίδερο. Η μυρωδιά του καμένου λάστιχου ίσα που κατάφερνε να καλύψει την
αντίστοιχη εμετική του φρέσκου αίματος από τα ανοιχτά σώματα και τα εκτεθειμένα
όργανά τους. Διστάζοντας στην αρχή προσπάθησα να ξεχωρίσω τα πρόσωπα των
πτωμάτων. Μέσα μου ήλπιζα να μην ήμουν τόσο άτυχος ώστε να δω κάποιον γνωστό
μου ξεκοιλιασμένο σαν ζώο πάνω στα κάγκελα. Ακόμη κι εκείνη. Είχα κάνει κάποιες
άσχημες σκέψεις γι’ αυτήν αλλά δεν θα το άντεχα αν εκείνες οι ευχές του φρέσκου
χωρισμού μου γινόταν πραγματικότητα. Μετά από ένα γρήγορο σκανάρισμα ξεφύσησα
ανακουφισμένος. Κανένα από τα πρόσωπα δεν μου ήταν οικεία.
Δεν θα δεις ποτέ ξανά τα μάρμαρα και το πλακόστρωτο, θα βλέπεις μόνο πτώματα και αίμα
Εκείνη τη στιγμή δεν μου
πέρασε από το μυαλό αλλά κάθε φορά που το θυμάμαι αναρωτιέμαι αν καλύτερη μοίρα
είχαν αυτοί που έφυγαν ή αυτοί που παρέμειναν σαν ζόμπι. Κι αυτό το συναίσθημα της οικειότητας; Ήταν αυτό που με έκανε τόσο αναίσθητο απέναντι στο θέαμα που είχα μπροστά μου; Η οδύνη του θανάτου είχε μετριαστεί μέσα μου μόνο και μόνο επειδή τύχαινε να μου ήταν άγνωστα; Έπρεπε να ντραπώ για την ανακούφιση που ένιωσα; Δύσκολο να απαντήσει
κανείς.
'Απίστευτο,' είπα μιλώντας
περισσότερο στον εαυτό μου παρά στον Σωτήρη. ‘Μέρη που γνωρίζεις όλη σου τη
ζωή. Εκεί που δίνεις ραντεβού με τους φίλους σου για να βγείτε, εκεί που
κοιτάζεις και ηρεμείς καθώς περνάς με το λεωφορείο μετά τη δουλειά ή τα
μαθήματα, εκεί που βγάζεις τον σκύλο σου βόλτα,' συνέχισα σφίγγοντας στο δεξί
μου χέρι ό, τι είχε απομείνει από το σκυλάκι μου, 'εκεί που ποτέ δεν έχεις
φανταστεί κάτι τόσο άσχημο να συμβαίνει, τελικά συμβαίνει. Και είναι πολύ
χειρότερο από την πραγματικότητα της στιγμής. Γιατί ξέρεις πως θα τα θυμάσαι
όλα σε όσα ραντεβού και περάσματα και βόλτες ακολουθήσουν. Γιατί ξέρεις πως δεν
θα δεις ποτέ ξανά τα μάρμαρα και το πλακόστρωτο, θα βλέπεις μόνο πτώματα και
αίμα. '
Ο Σωτήρης αντέδρασε με έναν
αναστεναγμό. Έτριβε τον γοφό του που φαινόταν ότι πονούσε απίστευτα σε κάθε
βήμα αλλά εκείνος συνέχισε να περπατάει. Τώρα ο πόνος είχε γίνει πια ανυπόφορος
όσο κι αν προσπαθούσε να το κρύψει.
'Θες βοήθεια;' τον ρώτησα
χτυπώντας με την παλάμη τον ώμο μου.
'Τον φραπέ που μου χρωστάς
θέλω. Και τον θέλω δυνατό.'
Χαμογελάσαμε ευχαριστημένοι
που είχαμε ακόμη διάθεση για αστεία και έσκυψα για να τον βοηθήσω να περάσει το
δεξί του χέρι γύρω από τον λαιμό μου. Αφήσαμε πίσω μας την Καμάρα αλλά στην
πραγματικότητα θα την κουβαλούσαμε μαζί μας για πάντα. Έτσι αγκαλιασμένοι συνεχίσαμε
να περπατάμε πάνω στην έρημη Εγνατία παρατηρώντας δεξιά κι αριστερά τα άδεια
στενά. Μέχρι που ένα δεν ήταν.
Νιώσαμε την ίδια μυρωδιά της
παραλίας που μύριζε η αναπνοή του φοιτητή λίγο πριν αλλά πολύ πιο έντονα. Μια
ομάδα από ζόμπι κατέβαινε την Ιασωνίδου καλύπτοντας ολόκληρο το μήκος του
δρόμου ακριβώς δίπλα από τα αυτοκίνητα που παραδοσιακά είναι παρκαρισμένα και
από τα δύο μέρη του. Κατέβαιναν με φόρα λες και οι πίσω έσπρωχναν τους μπροστά
συνεχώς και όλοι μαζί δημιουργούσαν ένα απειλητικό μπουλούκι. Άρχισα να
περπατάω ξανά όσο πιο γρήγορα μπορούσα αλλά υπήρχε περίπτωση να μην ήμουν
αρκετά γρήγορος με τον Σωτήρη κυριολεκτικά κρεμασμένο πάνω μου όσο φιλότιμες κι
αν ήταν οι προσπάθειες που έκανε για να μη με καθυστερεί. Έπρεπε να βρω άλλη
λύση μετακίνησης.
Η Αγιορείτικη Εστία στην Εγνατία |
Περνώντας την συμβολή της Εγνατίας
με την Παλαιών Πατρών Γερμανού παρατήρησα ένα αυτοκίνητο να έχει χτυπήσει στην
στάση λίγο παρακάτω. Αποφάσισα να το χρησιμοποιήσω ελπίζοντας πως η ζημιά που
είχε πάθει ήταν μόνο επιφανειακή αλλά μερικά βήματα πριν το φτάσω τα σχέδιά μου
ακυρώθηκαν.
Μια ομάδα από ζόμπι είχε
κατέβει από τα σκαλιά της Ιασωνίδου και είχε βγει ακριβώς μπροστά από την
Αγιορείτικη Εστία, πάνω από το αυτοκίνητο. Πλέον δεν μου έμενε άλλη επιλογή
εκτός από τα πόδια. Κατάφερα να διακρίνω μερικά παραμορφωμένα πρόσωπα, κυρίως ηλικιωμένων,
πριν στρίψω σχεδόν ενστικτωδώς προς την Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Περνώντας το
δημοτικό προσπάθησα να ανοίξω το βήμα μου γιατί ήξερα πως δεν υπήρχε περίπτωση
να βγω από το στενό αν μια άλλη ομάδα από ζόμπι τύχαινε να ανέβει. Με τον ήλιο
να μας χτυπάει χωρίς έλεος βρίσκοντας τρόπο να περάσει τις ακτίνες του μέσα στο
στενό και τον ιδρώτα μας να τρέχει συνέχεια, καταφέραμε τελικά να βγούμε. Σε
κάθε δεύτερο βήμα γύριζα το κεφάλι μου για να δω τους διώκτες μας από τους
οποίους ξεμακραίναμε συνεχώς και προσπαθούσα να συγχρονίσω τα βήματά μου με του
Σωτήρη. Βγαίνοντας από την Παλαιολόγου χάρηκα μόνο για μια στιγμή που τελικά
δεν παγιδευτήκαμε εκεί κι αυτό γιατί ένα απίστευτο κυνηγητό, σχεδόν
προμελετημένο να μας οδηγήσει σε ένα συγκεκριμένο σημείο σαν ποντίκια στη φάκα,
ξεκίνησε.
Βγαίνοντας στην Σβώλου
αναγκάστηκα να συνεχίσω στην Παλαιών Πατρών Γερμανού γιατί τα ζόμπι βρίσκονταν
πλέον και δεξιά και αριστερά μου. Παραπατώντας την συνέχισα ως την Παύλου Μελά
πριν στραφώ προς την Ζεύξιδος χωρίς να έχω άλλη επιλογή. Κάτω από τον λυτρωτικό
ίσκιο της περπάτησα ως την Ικτίνου και έστριψα προς την Τσιμισκή. Στην
Τσιμισκή, ανάμεσα από διπλωμένα λεωφορεία και ουρλιαχτά βρήκα τον δρόμο προς
την Κούσκουρα κι από κει στην Βογατσικού και στην Προξένου Κορομηλά.
Κατάλαβα ότι και το 'γρήγορα' δεν θα ήταν αρκετό
Το μυαλό μου πλέον
λειτουργούσε μόνο σαν πλοηγός. Μπορεί το σώμα μου, με τον Σωτήρη κολλημένο πάνω
του, να βρισκόταν στην Αγίας Σοφίας για λίγο πριν ξαναμπεί στην Κορομηλά αλλά
το μυαλό μου έτρεχε πιο μπροστά, ζυγίζοντας πιθανότητες και τρέχοντας σε
δρόμους. Να στρίψω αριστερά ή δεξιά στην Πλουτάρχου; Δεξιά με βγάζει στην
Μητροπόλεως, κι από κει ξανά δεξιά προς την Αριστοτέλους και πάνω για το τμήμα
που ήταν ο στόχος μου εξαρχής. Θα μπορέσω να φτάσω; Κι αν κάπου συναντήσω
ζόμπι; Ποιες είναι οι επιλογές μου;
Πριν προλάβω να αποφασίσω τα
πόδια μου με είχαν ασυναίσθητα οδηγήσει στην παραλία. Προσπέρασα αρκετά
αυτοκίνητα που είχαν καρφωθεί στις καφετέριες και ανέβηκα στον πεζόδρομο. Με
την θάλασσα στο αριστερό μου χέρι και την γεμάτη με ζόμπι πόλη στο δεξί ήξερα
πως είχα ξεμείνει από επιλογές. Έπρεπε να σκεφτώ κάτι γρήγορα πριν καταλήξουμε
νεκροί ή κάτι που ίσως να ήταν πολύ χειρότερο. Φτάνοντας στην Αριστοτέλους
κατάλαβα ότι ακόμη και το 'γρήγορα' δεν θα ήταν αρκετό.
Πλήθος ζόμπι είχε καλύψει
την πλατεία κατεβαίνοντας με φόρα προς τη μεριά της παραλίας. Ένιωσα όλο μου το
κορμί να ανατριχιάζει. Σχεδόν όλοι όσοι απέμειναν στην καλοκαιρινή Θεσσαλονίκη
μας πλησίαζαν, πιθανόν τους μόνους που δεν είχαν προσβληθεί κάτι που φαινόταν
όλο και περισσότερο σίγουρο ότι θα αλλάξει. Ακόμη και με τον αργό ρυθμό που
περπατούσαν τα ζόμπι, θα βρισκόταν δίπλα μας σε δευτερόλεπτα. Παρέλυσα προσπαθώντας να πείσω τα πνευμόνια μου να αναπνεύσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
για συνδέστε, για συνδέστε...