Ήταν Κυριακή. Αύγουστος του
2012. Δεν είχα μείνει ποτέ άλλοτε στην Θεσσαλονίκη αυγουστιάτικη Κυριακή. Έχουμε
ένα εξοχικό στις αρχές του πρώτου ποδιού της Χαλκιδικής (να ‘ναι καλά ο παππούς
που το έχτισε και ο τύπος στην πολεοδομία που το νομιμοποίησε) και από τότε που
θυμάμαι τον εαυτό μου την έβγαζα εκεί σχεδόν όλο το καλοκαίρι. Αυτή τη φορά όμως
ήταν διαφορετικά. Ήμουν φρεσκοχωρισμένος και δεν μιλιόμουν. Δεν είχα όρεξη για
τίποτα. Κανονικά θα έπρεπε να κάνω το εντελώς αντίθετο από αυτό που έκανα, να
ξενυχτούσα για παράδειγμα σε διαφορετικό μπιτσόμπαρο κάθε βράδυ αλλά μάλλον
αντιδρώ διαφορετικά στον χωρισμό από το συνηθισμένο. Ήταν η πρώτη φορά που είχα
χωρίσει.
Ευτυχώς για μένα και
δυστυχώς γι’ αυτούς, είχα δίπλα μου σε όλη τη διάρκεια της κατήφειας μου τον
σκύλο μου τον Κίνγκο και τον καλύτερό μου φίλο, τον Σωτήρη. Ο Κίνγκο κυνηγούσε
την ουρά του μέσα στο διαμέρισμα, τρελαμένος από τη ζέστη. Οι υγρές πατούσες
του άφηναν μικρά σημάδια πάνω στο ξύλο του πατώματος που εξατμίζονταν σχεδόν
ακαριαία. Εγώ κυνηγούσα τον Σωτήρη για να μου δώσει πίσω το τηλέφωνό μου για να
κάνω την μαλακία που του ορκιζόμουν ότι δεν θα έκανα αν μου το έδινε. Είναι
πολύ γρήγορος ο πούστης.
Οι κήποι του Πασά |
Οι μόνες φορές που έβγαινα
έξω ήταν για να πάω τον Κίνγκο βόλτα, όπως καλή ώρα είχα κάνει εκείνη την Κυριακή.
Πάντα στο ίδιο μέρος. Πάντα στους Κήπους του Πασά, πάνω από το παλιό νοσοκομείο
Άγιος Δημήτριος. Εκείνη τη μέρα όμως ο Κίνγκο είχε εξαφανιστεί. Μάλλον έφυγε
όταν με ρωτούσε ο Σωτήρης τι ήθελα από το περίπτερο, λες και δεν ήξερε. Το
κάνει καμιά φορά το κωλόσκυλο. Θυμάται την παλιά του ζωή πριν τον μαζέψω από το
δρόμο και αμολιέται στην πόλη. Καμιά φορά προλαβαίνω να τον πιάσω πριν ξεγλιστρήσει
αλλά τις περισσότερες μου ξεφεύγει με ευκολία. Κι αυτός ο πούστης είναι πολύ
γρήγορος.
Και κάπως έτσι, μόνος,
χωρισμένος, χωρίς ούτε τον σκύλο μου ούτε τον φίλο μου, κάθομαι κάτω και σκέφτομαι
ότι το ψυχολογικό και φυσικό μου ναδίρ έχει υφή πεσμένης πευκοβελόνας που μου
ενοχλεί τον κώλο. Βέβαια εκείνη τη στιγμή δεν είχα δει ακόμη τα ζόμπια.
'Ορίστε οι μπύρες σου, εγώ
πήρα ένα φραπεδάκι,' είπε ο Σωτήρης γυρνώντας από το περίπτερο με μια σακούλα
γεμάτη κουτάκια μπύρας και μια άλλη με ένα σπαστό καφέ και ένα μπουκάλι νερό
που μου κουνούσε επιδεικτικά. 'Κι αυτό εδώ. Το θυμάσαι αυτό το διάφανο υγρό? '
'Έχασα τον Κίνγκο.'
'Ε κάπου εδώ κοντά θα
είναι.'
'Ξέρω που είναι. Στην
βιβλιοθήκη στο Αριστοτέλειο πάει συνήθως.'
'Τότε δεν τον έχασες,' μου
απάντησε ενώ ετοιμαζόταν να κάτσει και να χτυπήσει τον φραπέ του.
'Μη κάθεσαι καθόλου ψηλέ,
πάμε να τον βρούμε.'
'Τρελός είσαι ρε; Έχει 400
βαθμούς έξω! Στο περίπτερο πήγα κι έγινα μούσκεμα, που θα τρέχουμε μέχρι εκεί
κάτω;'
'Εγώ θα πάω, αν θες έλα.'
'Ρε την τρέλα μου, τι μύγα
σε τσίμπησε τώρα; Φοβάσαι μη τον πατήσει κανά αυτοκίνητο, μη στον κλέψουν; Μόνο
εσύ κι εγώ είμαστε στη Θεσσαλονίκη κυριακάτικα. Άντε κι ο περιπτεράς.'
Είχα ήδη ξεκινήσει να
κατηφορίζω οπότε δεν άκουσα και πολλά.
'Περίμενε τουλάχιστον να
κάνω τον καφέ ρε άνθρωπε.'
Φώναξε δυνατότερα αυτή τη
φορά αλλά τον αγνόησα και συνέχισα να περπατάω τρεκλίζοντας. Ο Σωτήρης σαν σωστός
εθισμένος στην καφεΐνη που ήταν αποφάσισε να φτιάξει στα γρήγορα τον καφέ και
να με προλάβει αργότερα. Εγώ, αν και σωστός εθισμένος στην μπύρα, δεν πήρα
καμία μαζί μου όσο κι αν την χρειαζόμουν με τόση πολύ ζέστη. Τελικά με πρόλαβε
λίγο αργότερα. Μπροστά από τα νεκροταφεία στην Αγίου Δημητρίου με σκούντηξε
στην πλάτη βρεγμένος με καφέ σε όλη την μπλούζα του και ένα άδειο πλαστικό
ποτήρι στο χέρι.
'Χρωστάς καφέ.'
'Τί φταίω εγώ που είσαι
άγαρμπος ρε;'
'Χρωστάς καφέ,' απάντησε με
τόσο αποφασιστικό τρόπο που τον φαντάστηκα να χώνει τα χέρια του στην τσέπη μου
έξω από την πρώτη ανοιχτή καφετέρια που θα βρίσκαμε.
Ο ιδρώτας μου μύριζε έντονα αλκοόλ, μαγιά, λυκίσκο και οτιδήποτε άλλο βάζουν στις φτηνές μπύρες
Διασχίσαμε μαζί την υπόλοιπη
Αγίου Δημητρίου προς το Καυτατζόγλειο και στρίψαμε δεξιά στην κάθετη για ΑΧΕΠΑ.
Από τους Κήπους του Πασά μέχρι το βαγόνι μπροστά από την βιβλιοθήκη του ΑΠΘ δεν
συναντήσαμε ούτε έναν άνθρωπο κάτι απόλυτα φυσιολογικό για αυγουστιάτικη
Κυριακή. Ο ιδρώτας του Σωτήρη μούσκεψε την μπλούζα του σε σημείο να μην
φαίνεται καν ο λεκές από τον καφέ ενώ κι εγώ δεν πήγαινα πίσω με τις κάλτσες μου
να έχουν κυριολεκτικά μουλιάσει μέσα στα παπούτσια μετά από μόλις λίγα λεπτά
περπατήματος κι αυτά σε κατηφόρα. Ο ιδρώτας μου μύριζε έντονα αλκοόλ, μαγιά,
λυκίσκο και οτιδήποτε άλλο βάζουν στις φτηνές μπύρες.
'Δες εκεί, έτσι θα
καταντήσουμε κι εμείς αν δεν πάμε για κανά μπάνιο,' είπε ο Σωτήρης προσπαθώντας
να βρει έστω και ένα εκατοστό στεγνής μπλούζας για να σκουπίσει τον ιδρώτα από
το μέτωπο του.
Στην αρχή του στενού πού
βρισκόμασταν, ανάμεσα στο Πολυτεχνείο και τα έργα του μετρό λίγο πάνω από την
Εγνατία, ανέβαινε ένας φοιτητής, ο πρώτος άνθρωπος που συναντήσαμε μέχρι εκείνη
τη στιγμή. Προχωρώντας στο πεζοδρόμιο στη μέση του δρόμου με σπασμωδικές
κινήσεις, κάποιες φορές χτυπώντας τον γοφό του στο κάγκελο πάνω στο πεζοδρόμιο,
έδειχνε να είναι στα χαμένα.
'Φίλε,' προσπάθησα να του
τραβήξω την προσοχή, 'φίλε μήπως είδες κανά σκυλάκι εδώ κοντά;'
Αυτός σαν να μη με άκουσε
συνέχισε να περπατάει με τον λαιμό του να μη μπορεί να μείνει σε ένα σημείο και
το κεφάλι του να τρέμει ακατάπαυστα.
'Φίλε; Ένα σκυλάκι με
γυαλιστερό μαύρο τρίχωμα;' προσπάθησα ξανά χωρίς επιτυχία.
'Ψηλέ μου τι παίζει; Όλα
κομπλέ;' ρώτησε ο πάντα ανυπόμονος Σωτήρης με το έντονο ύφος που τον
χαρακτηρίζει καθώς τον πλησιάσαμε σε απόσταση λίγων μέτρων. Είχε μπλέξει πολλές
φορές με αυτήν την συμπεριφορά αλλά είπαμε, ήταν πολύ γρήγορος. Δυστυχώς όχι
αυτή τη φορά.
Ο φοιτητής σήκωσε το βλέμμα
και με μια απότομη κίνηση όρμησε γρυλλίζοντας στον Σωτήρη που ανυποψίαστος
καθώς ήταν δεν μπόρεσε να κάνει και πολλά για να τον αποφύγει. Ξάπλωσε με την
πλάτη στον καυτό δρόμο αποφεύγοντας για λίγο να χτυπήσει άσχημα το κεφάλι του.
Ο φοιτητής έπεσε μαζί του και προσγειώθηκε πάνω του χτυπώντας τον με λύσσα
χρησιμοποιώντας κάθε μέλος του. Μπουνιές, κλωτσιές, κεφαλιές, ο φοιτητής
έμοιαζε σαν να μην ήταν ικανός να συντονίσει τις κινήσεις του ώστε να πετύχει
κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, ήθελε απλά να χτυπήσει τον Σωτήρη με
οποιονδήποτε τρόπο.
Βλέποντας ότι ο Σωτήρης, αν
και πολύ πιο δυνατός από μένα, δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει μόνος τον φοιτητή,
πήγα από πάνω τους και προσπάθησα να τους χωρίσω. Στην αρχή δυσκολεύτηκα αρκετά
γιατί ο φοιτητής έμοιαζε σαν δαιμονισμένος και κουνιόταν συνεχώς αλλά κατάφερα
να τον πιάσω από το στέρνο και να τον σηκώσω όρθιο. Το σώμα του ήταν τρομακτικά
πιο βαρύ από ό,τι φαινόταν και δυσκολευόμουν απίστευτα απλά και μόνο να τον
αγκαλιάσω. Τελικά χτυπώντας με στο σαγόνι με το πίσω μέρος του κεφαλιού του
κατάφερε να ξεφύγει από την λαβή μου και στάθηκε μπροστά μου έτοιμος να επιτεθεί
ξανά, αυτή τη φορά στοχεύοντας εμένα.
Τον πέταξε μακριά με ένα πόδι λιγότερο το οποίο βρισκόταν ακόμη ανάμεσα στα σαγόνια του
Σήκωσα το κεφάλι μου ζαλισμένος
από το χτύπημα και μόλις που πρόλαβα να τον δω να πλησιάζει. Η αναπνοή του
ξεφυσούσε κατευθείαν μέσα στην μύτη μου και ήταν ό, τι πιο απαίσιο είχα μυρίσει
ποτέ, ικανό να το συναγωνιστεί σε μυρωδιά μόνο η βρώμα που μαζεύεται παραδοσιακά
στην παραλία τις πολύ ζεστές μέρες του καλοκαιριού όπως ήταν κι αυτή. Τα μάτια
του κοίταζαν βαθιά μέσα στα δικά μου και έλαμπαν περισσότερο ακόμη κι από τον
μεσημεριανό ήλιο καθώς ήταν μόλις ένα βήμα μακριά μου. Πριν όμως καταφέρει να
με αρπάξει δέχθηκε το χτύπημα πρώτος.
Ο Κίνγκο ήρθε με φόρα και
έπεσε πάνω του απομακρύνοντάς τον. Ο φοιτητής παραπάτησε και ακούμπησε με την
μέση του στο σίδερο πάνω στο πεζοδρόμιο. Γαβγίζοντας τόσο δυνατά όσο δεν τον
είχα ξανακούσει ποτέ, ο Κίνγκο δάγκωνε, γρατζουνούσε και χτυπούσε τον φοιτητή
με μανία γραπωμένος στο στήθος του. Ο φοιτητής που δεν έμοιαζε να νιώθει πόνο
αποφάσισε να ανταποδώσει με τον ίδιο τρόπο. Άρπαξε τον μικρόσωμο σκύλο μου και
του δάγκωσε το μπροστά δεξί πόδι ακριβώς στην άρθρωση που το συνέδεε με το
υπόλοιπο σώμα. Ο Κίνγκο άρχισε να ουρλιάζει μανιασμένα από τον πόνο, ακόμη πιο
δυνατά από πριν. Με τα ελεύθερα μέλη του άρχισε αυτή τη φορά να σπρώχνει προς
την αντίθετη κατεύθυνση τον φοιτητή που με μια απότομη κίνηση τον πέταξε μακριά
με ένα πόδι λιγότερο το οποίο βρισκόταν ακόμη ανάμεσα στα σαγόνια του. Το
κόκκινο αίμα του Κίνγκο έτρεχε ακατάπαυστα και στέγνωνε αμέσως πάνω στον δρόμο
λόγω της ζέστης δημιουργώντας μακρουλά πορφυρά στίγματα που έκαναν αντίθεση με
το κατάμαυρο της πίσσας.
Ένα διαβρωτικό συναίσθημα
οργής με πλημμύρισε όπως ακριβώς ο ιδρώτας λίγο νωρίτερα. Ένιωθα τα γόνατά μου
να αδειάζουν, το κεφάλι μου να γεμίζει και μια απίστευτη ορμή να ακολουθεί την
διαδρομή από τα πόδια προς το κεφάλι ξεσπώντας σε μια ακατανίκητη επιθυμία για
μια πράξη εκδίκησης που ακόμη και σήμερα με στοιχειώνει.
Με ένα σάλτο πέρασα πάνω από
το κάγκελο στην άκρη του πεζοδρομίου και έπιασα τον φοιτητή από το στέρνο, όπως
ακριβώς και πριν. Σφίγγοντας και τραβώντας με όλη μου την δύναμη κατάφερα να
τον ξαπλώσω πάνω στο σίδερο. Ταυτόχρονα φώναζα στον Σωτήρη, ο οποίος ακόμη
προσπαθούσε να συνέλθει, να με βοηθήσει πιάνοντάς τον από τα πόδια. Ο Σωτήρης
τελικά σηκώθηκε και μετά από μερικές κλωτσιές του λυσσασμένου φοιτητή κατάφερε
να τον πιάσει από τα πόδια χρησιμοποιώντας όλο του το βάρος. Μόλις κατάλαβα ότι
ο φοιτητής δεν μπορούσε πλέον να κουνηθεί, χρησιμοποίησα κι εγώ με τη σειρά μου
όλο μου το βάρος.
Ο ήχος που ακούστηκε με
επηρέασε όσο τίποτε άλλο στη ζωή μου. Ήταν λες και μπήκε από τα αυτιά μου και
με γέμισε ολόκληρο, μην αφήνοντας χώρο ούτε για την ευχαρίστηση που πίστευα πως
θα έφερνε η εκδίκηση. Το κρακ της σπονδυλικής στήλης του εχθρού μας καθώς
έσπαγε πάνω στο κάγκελο κάνει ακόμη ηχώ στο κεφάλι μου αποδεικνύοντας πως
αναμνήσεις από γεγονότα με αρκετή ένταση μπορούν να χαραχτούν στην μνήμη
κάποιου για μια ζωή και να συνεχίζει να τα θυμάται σαν να τα ζει κάθε στιγμή
που περνάει.
Σφιχταγκαλιασμένοι πάνω στο
θύμα μας, αφήσαμε τα μέλη του μόνο μετά από αρκετή ώρα, όχι τόσο επειδή θέλαμε
να ολοκληρώσουμε το έργο μας, το οποίο είχε ολοκληρωθεί ακαριαία, αλλά γιατί
κανείς μας δεν ήθελε να το συνειδητοποιήσει. Ο συνδυασμένος ήχος όμως αρκετών
ουρλιαχτών από την μεριά του ΑΧΕΠΑ θα μας επανάφερε στην μη-ρεαλιστική
πραγματικότητα. Σήκωσα το κεφάλι και είδα μια παρέα γιατρών -ξεχώριζαν με τις
κάτασπρες ρόμπες τους- να κατευθύνεται προς το μέρος μας περπατώντας με τον
ίδιο ακριβώς άναρχο τρόπο όπως και ο φοιτητής.
'Τί γίνεται ρε φίλε;' με ρώτησε
ο Σωτήρης βλέποντάς τους να παραπατάνε ανίκανοι να ισορροπήσουν στην κατηφορική
κλίση.
'Ζόμπια;' απάντησα με
ερώτηση αδύναμος να δώσω μια πιο λογική εξήγηση. Και ήταν εκείνη την στιγμή που
παρατήρησα πως ο Κίνγκο έλειπε από εκεί όπου είχε πέσει.
Με όσα πόδια του είχαν
απομείνει, ανέβαινε χοροπηδώντας άγαρμπα προς το μέρος των γιατρών σταματώντας
κάθε τόσο για να γαβγίσει απειλητικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
για συνδέστε, για συνδέστε...