Ήταν από εκείνες τις ημέρες που τα τζιβανόχαρτα που μάζευε ευλαβικά όλες τις προηγούμενες θα εκπλήρωναν επιτέλους τον στόχο τους. Το χρειαζόταν. Δεν ήταν τόσο πολύ ότι το είχε ανάγκη, όχι. Η σχέση τους απείχε πάρα πολύ από το να χαρακτηριστεί εθισμού. Απλά το χρειαζόταν. Και το ρολόι του το χρειαζόταν αλλά κανένας δεν βρέθηκε να του πει ότι πρέπει να σταματήσει να το φοράει και να το κοιτάει συνεχώς όπως έγινε με τον καριόλη στη στάση λίγες μέρες πριν. Το λεωφορείο άργησε υπερβολικά χωρίς να ξέρει το λόγο -το θρι τζι δεν έπιανε εκεί για να έμπαινε και στο απεργίες.τζιάρ- και είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του. Στην προετοιμασία του 6ου τσιγάρου-αναμονής τα χέρια του έτρεμαν έκδηλα από την ανυπόφορη αναμονή. Δεν ήταν τόσο η αργοπορία ή το χάσιμο πολύτιμου χρόνου που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει πιο αποδοτικά αλλά η ασυνέπεια. Το τρέμουλο τον πρόδωσε και έριξε κατά λάθος τα τζιβανόχαρτα στο δρόμο. Ο τρόμος ζωγράφισε στο πρόσωπό του με μανία αφήνοντάς του μια σκληρή ρυτιδιασμένη όψη. Αφού τα μάζεψε όλα ένα-ένα με στοργή ένιωσε το βλέμμα ενός καθωσπρέπει κυρίου να ακουμπά τη βαριά του αύρα σε όλο του το κορμί. Σε λίγο άκουσε και τη φωνή του.
- Κόψτο.
- Με τα πόδια; Το σκέφτηκα αλλά είναι μακριά.
Αυτή τη φορά το λεωφορείο άργησε λιγότερο. Βρέθηκε να χτυπάει την πόρτα του μπαφόσπιτου αργοπορημένος μόνο σαράντα λεπτά. Πάντα αργούσε αλλά τις περισσότερες φορές ο άλλος θα είχε ήδη αρχίσει να πίνει και δεν θα μπορούσε να υπολογίσει τον χρόνο. Αυτή τη φορά όμως ήταν ο ίδιος που κουβαλούσε τα τσιγάρα και για πρώτη φορά ήταν πολύ πιθανό να έπρεπε να αναγκαστεί να ακούσει την αναπόφευκτη γκρίνια. Δεν είχε ακούσει πως γκρίνιαζε ούτε μπορούσε να φανταστεί πως θα έκανε αλλά ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να ζήσει χωρίς να το μάθει ποτέ. Εξω από την πόρτα δίστασε να χτυπήσει και μετάνιωσε που φορούσε το στενό του τζιν γιατί ήταν σίγουρος πως σε λιγάκι δεν θα χωρούσε. Η πόρτα άνοιξε μόνη της κι εκείνος εμφανίστηκε με ένα σημάδι στο αριστερό του μάτι. Ήταν εμφανές ότι τον περίμενε με το μάτι του καρφωμένο στο ματάκι της πόρτας. Εντάξει, ίσως αυτός να ήταν κομμάτι εθισμένος.
- Ηρθες από μακρυά;
- Μπα, ένα τσιγάρο δρόμος.
Με γουρλωμένα τα μάτια άρπαξε την θήκη του καπνού του και μέτρησε τα τσιγάρα. Ελειπε ένα. Του έριξε ένα βλέμμα αηδίας και κράτησε ένα για τον εαυτό του. Εφυγε προς το μέρος του σαλονιού όπου είχε ήδη ετοιμάσει τον χώρο απλώνοντας τις συνηθισμένες μαξιλάρες αφού είχε απομακρύνει τα, ξαφνικά, περιττά έπιπλα. Τον ακολούθησε και άφησε στο κέντρο όσα τσιγάρα είχαν απομείνει μετά την αναπάντεχη μοιρασιά. Εκείνος πήρε ένα και δεν του έριξε δεύτερη ματιά. Δεν αναρωτήθηκε δευτερόλεπτο τον λόγο για τον οποίο πρώτη φορά έκανε μόνος του τσιγάρο. Ισως ήταν και καλύτερα. Μέσα σε πέντε λεπτά είχαν τελειώσει το πρώτο. Μέσα σε αλλά δέκα το δεύτερο. Από εκεί και πέρα ο χρόνος σταμάτησε να είναι τόσο αντικειμενικός μεταξύ τους. Για το τρίτο κανείς τους δε θα μπορούσε να υπολογίσει πόση ώρα τους πήρε. Ο ένας όμως μπορούσε να υπολογίσει πόσες περισσότερες τζούρες νόμιζε ότι είχε κάνει ο άλλος. Μόνο ένας από τους δύο όμως είχε φτάσει πρώτος στο επίπεδο χαλάρωσης που προκαλεί χέσιμο. Αρπαξε το τσιγάρο και ξεκίνησε το μακρύ ταξίδι προς την τουαλέτα. Μπήκε, στρογγυλοκάθησε στην λεκάνη, τράβηξε μια παρατεταμένη τζούρα, άφησε τον καπνό να βγει από τα πνευμόνια του χωρίς να τον βοηθήσει καθόλου και έψαξε χώρο να αφήσει το τσιγάρο. Το ρολό χαρτί υγείας ακριβώς δίπλα του φάνηκε ως το καλύτερο στασίδι. Αντιλήφθηκε τον καπνό πολύ αργότερα από την έναρξη της φωτιάς. Απέμεινε καθισμένος θαρρείς υπνωτισμένος από την φλόγα που άρχιζε σιγά-σιγά να καίει και το πλαστικό που κρατούσε το χαρτί. Η μυρωδιά του καμένου τον ενόχλησε τόσο που σαν να ξύπνησε απότομα. Πήρε το τηλέφωνο του μπάνιου και άρχισε να καταβρέχει την εστία της φωτιάς. Η πόρτα άνοιξε και οι δύο κοιτάχτηκαν. Ο ένας με το τηλέφωνο να ρίχνει ακόμη νερό στο σβηστό πλέον χαρτί και ο άλλος να τον κοιτάζει αποχαυνωμένος, περιμένοντας το σήμα από τα μάτια να φτάσει στον εγκέφαλο και εκεί να μπορέσει να αποκτήσει νόημα, λογική σειρά, αιτία. Το πρώτο βήμα άργησε αλλά ολοκληρώθηκε. Στο δεύτερο τα παράτησε.
- Ρε μαλάκα, φτιάχνουμε ένα μπλογκ;
- Την συνταγή την ξέρεις;
- Κόψτο.
- Με τα πόδια; Το σκέφτηκα αλλά είναι μακριά.
Αυτή τη φορά το λεωφορείο άργησε λιγότερο. Βρέθηκε να χτυπάει την πόρτα του μπαφόσπιτου αργοπορημένος μόνο σαράντα λεπτά. Πάντα αργούσε αλλά τις περισσότερες φορές ο άλλος θα είχε ήδη αρχίσει να πίνει και δεν θα μπορούσε να υπολογίσει τον χρόνο. Αυτή τη φορά όμως ήταν ο ίδιος που κουβαλούσε τα τσιγάρα και για πρώτη φορά ήταν πολύ πιθανό να έπρεπε να αναγκαστεί να ακούσει την αναπόφευκτη γκρίνια. Δεν είχε ακούσει πως γκρίνιαζε ούτε μπορούσε να φανταστεί πως θα έκανε αλλά ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να ζήσει χωρίς να το μάθει ποτέ. Εξω από την πόρτα δίστασε να χτυπήσει και μετάνιωσε που φορούσε το στενό του τζιν γιατί ήταν σίγουρος πως σε λιγάκι δεν θα χωρούσε. Η πόρτα άνοιξε μόνη της κι εκείνος εμφανίστηκε με ένα σημάδι στο αριστερό του μάτι. Ήταν εμφανές ότι τον περίμενε με το μάτι του καρφωμένο στο ματάκι της πόρτας. Εντάξει, ίσως αυτός να ήταν κομμάτι εθισμένος.
- Ηρθες από μακρυά;
- Μπα, ένα τσιγάρο δρόμος.
Με γουρλωμένα τα μάτια άρπαξε την θήκη του καπνού του και μέτρησε τα τσιγάρα. Ελειπε ένα. Του έριξε ένα βλέμμα αηδίας και κράτησε ένα για τον εαυτό του. Εφυγε προς το μέρος του σαλονιού όπου είχε ήδη ετοιμάσει τον χώρο απλώνοντας τις συνηθισμένες μαξιλάρες αφού είχε απομακρύνει τα, ξαφνικά, περιττά έπιπλα. Τον ακολούθησε και άφησε στο κέντρο όσα τσιγάρα είχαν απομείνει μετά την αναπάντεχη μοιρασιά. Εκείνος πήρε ένα και δεν του έριξε δεύτερη ματιά. Δεν αναρωτήθηκε δευτερόλεπτο τον λόγο για τον οποίο πρώτη φορά έκανε μόνος του τσιγάρο. Ισως ήταν και καλύτερα. Μέσα σε πέντε λεπτά είχαν τελειώσει το πρώτο. Μέσα σε αλλά δέκα το δεύτερο. Από εκεί και πέρα ο χρόνος σταμάτησε να είναι τόσο αντικειμενικός μεταξύ τους. Για το τρίτο κανείς τους δε θα μπορούσε να υπολογίσει πόση ώρα τους πήρε. Ο ένας όμως μπορούσε να υπολογίσει πόσες περισσότερες τζούρες νόμιζε ότι είχε κάνει ο άλλος. Μόνο ένας από τους δύο όμως είχε φτάσει πρώτος στο επίπεδο χαλάρωσης που προκαλεί χέσιμο. Αρπαξε το τσιγάρο και ξεκίνησε το μακρύ ταξίδι προς την τουαλέτα. Μπήκε, στρογγυλοκάθησε στην λεκάνη, τράβηξε μια παρατεταμένη τζούρα, άφησε τον καπνό να βγει από τα πνευμόνια του χωρίς να τον βοηθήσει καθόλου και έψαξε χώρο να αφήσει το τσιγάρο. Το ρολό χαρτί υγείας ακριβώς δίπλα του φάνηκε ως το καλύτερο στασίδι. Αντιλήφθηκε τον καπνό πολύ αργότερα από την έναρξη της φωτιάς. Απέμεινε καθισμένος θαρρείς υπνωτισμένος από την φλόγα που άρχιζε σιγά-σιγά να καίει και το πλαστικό που κρατούσε το χαρτί. Η μυρωδιά του καμένου τον ενόχλησε τόσο που σαν να ξύπνησε απότομα. Πήρε το τηλέφωνο του μπάνιου και άρχισε να καταβρέχει την εστία της φωτιάς. Η πόρτα άνοιξε και οι δύο κοιτάχτηκαν. Ο ένας με το τηλέφωνο να ρίχνει ακόμη νερό στο σβηστό πλέον χαρτί και ο άλλος να τον κοιτάζει αποχαυνωμένος, περιμένοντας το σήμα από τα μάτια να φτάσει στον εγκέφαλο και εκεί να μπορέσει να αποκτήσει νόημα, λογική σειρά, αιτία. Το πρώτο βήμα άργησε αλλά ολοκληρώθηκε. Στο δεύτερο τα παράτησε.
- Ρε μαλάκα, φτιάχνουμε ένα μπλογκ;
- Την συνταγή την ξέρεις;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
για συνδέστε, για συνδέστε...