Κάθε φορά που πήγαινε να κοιμηθεί, λίγα δευτερόλεπτα αφού ξάπλωνε, όλες του οι αισθήσεις συμπυκνώνονταν σε μία: την ακοή. Τον ενοχλούσε ο παραμικρός θόρυβος. Οι συγκεντρωμένες πλέον αισθήσεις δημιουργούσαν μια υπέρ-αίσθηση που μπορούσε να ακούσει την παραμικρή σταγόνα νερό που έσταζε από τη βρύση στο ποτήρι που βρισκόταν από κάτω της, την απειροελάχιστη ηχώ της διαμάχης, για διαφορετική κάθε φορά συνάδελφο του συζύγου, του γειτονικού ζευγαριού, την αχνή βουή των περαστικών αυτοκινήτων που μετέφεραν επιβάτες λιγότερο νυσταγμένους από αυτόν, όσο μακριά κι αν ήταν. Μόνο όταν κατάφερνε να συγκεντρώσει 1 λεπτό απόλυτης ησυχίας ήταν έτοιμος να κοιμηθεί. Δεν είχε ψάξει ποτέ τον λόγο. Είχε πλέον συνηθίσει και ούτε που του περνούσε από το μυαλό. Είχε γίνει μια ρουτίνα, μια ιεροτελεστία χωρίς καμία αιτία, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Εκτός από εκείνη τη μέρα. Εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα φρόντιζε να βγάλει το ρολόι χειρός δίπλα ακριβώς από το προσκεφάλι του και να μετράει μαζί με τους δείκτες του τα δευτερόλεπτα να περνάνε. Έτσι η μέρα άλλαζε με εκείνον ξάγρυπνο και αφοσιωμένο τόσο πολύ στον ήχο του ρολογιού που του ακουγόταν εκκωφαντικός. Ήταν η μέρα της ονομαστικής του γιορτής.
Αν και δεν είχε λόγο και αιτία που τα συνηθισμένα βραδιά απαιτούσε ησυχία για να κοιμηθεί, την συγκεκριμένη εκείνη βραδιά είχε και από τα δύο για το ότι προσπαθούσε να παραμείνει ξύπνιος. Ήθελε απλά η μέρα να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Ήθελε να ζήσει ξύπνιος κάθε στιγμή της γιορτής του. Η καρδιά του συγχρονιζόταν με τα δευτερόλεπτα, η αναπνοή του το ίδιο. Ενιωθε το τρέμουλο του ενθουσιασμού να τον διαπερνά σε κάθε χτύπο, σε κάθε ανάσα, σε κάθε δευτερόλεπτο. Κι όμως, όλη αυτή η ξαφνική ενέργεια δεν μπορούσε να τον κρατήσει ξύπνιο. Το πάλευε με όλες του τις δυνάμεις, κάθε χρόνο γινόταν και καλύτερος, αλλά γνώριζε πως κάποια στιγμή θα λιποθυμούσε και θα παραδινόταν στον ύπνο. Μέχρι τότε ομως! Θα-- Ξυπνούσε το επόμενο πρωί χωρίς να νιώθει τύψεις που για άλλη μια χρονιά η κούραση τον νίκησε. Η σκέψη του ότι ξεδιπλωνόταν μπροστά του άλλες 365 μέρες στις οποίες θα μπορούσε να καταστρώσει μια στρατηγική που θα αποδεικνυόταν επιτέλους ικανή να τον κρατήσει ξύπνιο, δεν ήταν υπεύθυνη γι'αυτό. Υπεύθυνος ήταν ο παππούς του.
Ο παππούς του ήταν ένας κοτσωνάτος 75άρης με γαμψή μύτη και άγριο πρόσωπο αλλά μια απροσδιόριστη αύρα γλύκας και ζεστασιάς. Πόντιος στην καταγωγή, μεγάλωσε με τις εικόνες της προσφυγιάς μόνιμα στα παιδικά του όνειρα με τρόπο που τον σημάδεψαν για πάντα στη ζωή του. Ακουγε από όλους τα ίδια και μόνο αυτά. Τον σημάδεψαν. Τόσο ώστε να μη μπορεί να ξεφύγει από αυτά σε ολόκληρη τη ζωή του αλλά όχι τόσο ώστε να προσπαθεί να τα μεταλαμπαδεύσει στις επόμενες γενιές Ποντίων. Ο παππούς φρόντιζε οι ζωές και των τριών κοριτσιών του να κυλούν όσο το δυνατόν πιο εύρυθμα. Οταν τα κορίτσια του έμειναν δυο λόγω του θανάτου της γυναίκας του δεν την θρήνησε δευτερόλεπτο. Αφοσιώθηκε στα άλλα δυο με όλη του την ύλη αλλά με λειψό πνεύμα, αυτό που μοιραζόταν με την γυναίκα του. Η ματιά του άλλαξε, άδειασε, τα έβλεπε όλα μισά. Αλλά αγαπούσε όλο του το αίμα με ενέργεια. Πιο πολύ όμως αγαπούσε εκείνον. Ήξερε ότι το επώνυμό του θα πέθαινε μαζί του αλλά το όνομά του θα ζούσε μαζί με τον εγγονό. Και γι'αυτό τον φρόντιζε περισσότερο. Αλλά κι η αγάπη του εγγονού ήταν αμοιβαία. Το αποκορύφωμα μιας τόσο σημαντικής μέρας ήταν η συνάντηση με τον παππού. Ολα όσα παρεμβάλονταν ανάμεσα στη στιγμή που ξυπνούσε και στη στιγμή που βρισκόταν με τον παππού του ήταν ανούσια. Ολα τα δώρα από το πρώτο δώρο που θα έπαιρνε εώς και αυτό του παππού του ήταν ανούσια. Ολες οι ευχές που θα άκουγε από την πρώτη έως και του παππου του ήταν ανούσιες. Σχεδόν όλα τα άτομα που θα συναντούσε και θα του εύχονταν από το πρώτο μέχρι και τον παππού του ήταν ανούσια. Εκτός από εκείνον.
Ο πατέρας του, άνθρωπος δύστροπος και ιδιαίτερος ως προς την συμπεριφορά, ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να τον επηρεάσει εκείνη τη μέρα. Συνήθως δεν τον έβλεπε καθόλου μιας και στο σπίτι καθόταν μόνο για φαΐ και ύπνο αλλά, για κάποιον περίεργο λόγο, πάντα συνέβαινε κάτι και οι δρόμοι τους θα διασταυρώνονταν εκείνη τη μέρα. Κι όμως, δεν ήταν η ανάγκη του γονιού να ευχηθεί στο παιδί του. Αιτία ήταν μια επέτειος που θα έπρεπε να τηρηθεί με ευλάβεια. Η επέτειος του θανάτου του δικού του πατέρα. Αν και μέθυσος, τεμπέλης και εντελώς αδιάφορος για τα παιδιά του, φαίνεται πως με κάποιο μαγικό τρόπο κατάφερε όχι μόνο να επηρεάσει τον γιο του και να του κληροδοτήσει όλες τις πτυχές του χαρακτήρα του αλλά και να τον αναγκάσει -μάλλον λόγω εσωτερικής ευθύνης- να μνημονεύει τον θάνατό του. Αυτός ήταν και ο λόγος που κάθε φορά που ο πεθερός του έφερνε δώρα εκείνος τα έσπαγε. Η προηγούμενη χρόνια όμως, θα ήταν η τελευταία που θα μάλωνε με τον γιο του για σπασμένα πλαστικά παιχνίδια.
Γύρισε αλαφιασμένος από το σχολείο με την καρδιά του να χτυπάει τόσο δυνατά που τίναζε την μπλούζα του μακρυά από το στέρνο. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και δεν χρειάστηκε να ψάξει με τρεμάμενα χέρια στις τσέπες του για τα κλειδιά. Ο αέρας ήταν βαρύς, σαν να είχε μεταφέρει λόγια εξίσου βαριά και να καθηλώθηκε αμέσως μετά την παράδοση του μηνύματος αλλά δεν το πρόσεξε. Προχώρησε προς την κουζίνα λαχανιασμένος ακόμη από το τρέξιμο, ενθουσιασμένος από την επικείμενη συνάντηση. Ακουσε φωνές. Ήταν του πατέρα του.
- Τώρα μόνο θα μπορέσεις να με καταλάβεις! Τώρα μόνο θα καταλάβετε όλοι ότι τόσα χρόνια δεν ήμουν εγώ ο κακός που δεν σας άφηνα να γιορτάζετε! Τώρα που πέθανε ο κωλόγερος!
Αν τα δάκρυα λέγονται δάκρυα ακόμη κι όταν έχουν πλημμυρίσει τα μάτια αλλά δεν έχουν αρχίσει να βρέχουν τα μάγουλα, τότε τα δάκρυα έφταιγαν που ξεχώριζε πλέον παρά μόνο φιγούρες και περιγράμματα όσων έβλεπε. Οταν η μητέρα του είχε σηκωθεί από την καρέκλα που καθόταν, αυτός είχε ήδη χτυπήσει το πόδι του στο τραπεζάκι του καθιστικού προσπαθώντας να φύγει όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Οταν αυτή έφτασε στο καθιστικό, αυτός είχε ήδη φτάσει στην πόρτα. Οταν αυτή έφτασε στην πόρτα, αυτός είχε ήδη απομακρυνθεί τουλάχιστον μια ντουζίνα δρασκελιές. Οταν του φώναξε από το κατώφλι είχε ήδη συγκεντρώσει όλες του τις αισθήσεις στην ακοή όπως ακριβώς τα βράδια των άλλων, των συνηθισμένων ημερών στην προσπάθεια του να ακούσει το αυτοκίνητο του παππού του που θα πλησίαζε το σπίτι. Το μόνο που άκουσε όμως ήταν η αχνή φωνή της.
Θανάση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
για συνδέστε, για συνδέστε...