Ο ομογενής Νίξ Μπεζόντερς,
ο εισοδηματίας, κάθε βράδυ στο μπάρ του
Πειρατή του ποιητή, βγάζει τα σώψυχά
του.
- Ρε Πειρατή, δέν υπάρχει
ρε γκόμενα για μένα...
- Γιατί ρε Νίκος;
- Νίξ θα με λές... Γιατι
ρε μαλάκα, όλες είναι βιόλες να πούμε.
Σε γουστάρουνε, σε παινεύουνε, σ' έχουνε
στα όπα-όπα, και μετά 'πο λίγο χωρίς να
πάρεις πρέφα σε τραβάν και σε κλειδώνουνε
στον πάτο.
- Στον πάτο τους;
- Ε 'ντάξει, το γαμάς.
Αλλα ρε φίλε, η γυναίκα το σήμερον ημέρα,
με κάθε γκόμενό της, ακολουθεί βήμα-βήμα
την ιστορική στάση του ανθρώπου απέναντι
στο θεό, αυτό ειν' το πρόβλημά μου.
- Και όχι το τρίτο
υποβρύχιο;
- Γιά βάλε κι' έν' ακόμα,
κι' ένα και για σένα, μπάς και καταλάβεις.
Κι' άλλο ένα τζάκ για συνοδευτικό, έ...
- Ρουφιάνες...
- Κάτσε ρε Νικολάι, η
τελευταία άθεη δεν ήτανε;
- Αυτές ειν' οι χειρότερες
ρε μαλάκα, πλάκα με κάνεις;!... Και δέ με
λένε Νίκο, Νίξ με λένε.
- Γιατί ειν' οι χειρότερες;
- Γιατί 'ναι ύπουλες ρε,
γιατι το ρίχνουν στο θρησκευτικό
γκομενισμό χωρίς να το παίρνουνε χαμπάρι
ούτ' οι ίδιες, τί γιατί;
- Στον ποιόν;
- Στο «γκόμενος ίσον
θεός». Γιατι άλλο να λές είμαι άθεος,
κι' άλλο να είσαι στ' αλήθεια και να μήν
εχεις ανάγκη απο θεούς και δαίμονες. Τί
να το κάνω που δέν πά' η άλλη εκκλησία;
Άμα με έχει κάνει εμένα θεό, παναπεί να
της είμαι πανταχού παρών και τα πάντα
πληρών, να την εισακούω, να την προστατεύω,
να της κάνω όλο θαύματα όποτε πελαγώνει
στην παραμικρή παπαριά να πούμε... έ, να
το χέσω. Χώρια που τους βγαίνει και το
εχθρομισαλλόδοξο του περιούσιου λαού.
- Τί λές ρε μαλάκα;
- Λέω, μήν τυχόν και
δούνε καμια άλλη να σε λέει θεό της, θα
τη σφάξουν. Α υ τ έ ς , αυτές και μόνο
αυτές ειν' οι εκλεκτές, κατάλαβες;...
Κάργιες. Σκουληκαντέρες... Αλλα δέν
τελειώνουν εκειπέρα, όχι, το τραβάνε.
- Πού το πάν;
- Σε γαμάν και σε γαμάν,
και όταν φτάσεις στο αμήν και τις
διαολοστείλεις, τους πιάνει το νιτσεϊκό
τους.
- Το νιτσεϊκό τους...
- Το νιτσεϊκό τους.
- Το νιτσεϊκό τους...
- Ναί βρε ζώον και σύ,
το νιτσεϊκό τους, το «πέθαν' ο θεός», πώς
το λένε, πού ζείς τελοσπάντων...
- Αποδώ μεριά της
μπάρας. Έλα γειά μας.
- Γειά μας.
- Και δέ μου λές, αυτό
καλό δεν είναι;
- Ποιό;
- Που τους πιάνει το
νιτσεϊκό.
- Τί καλό βρε μαλάκα;
Απο θεός ξαφνικά ανύπαρκτος;!
- Τί να σου πώ, εγώ πάντως
μετά 'πο κάθε σχέση δέ βγαίνω καθόλου
ψόφιος, ίσα-ίσα, πετάω.
- Ε επειδή εισαι βόιδι,
γι' αυτό. Επειδή τις γράφεις στ' αρχίδια
σου τις γκόμενες, γι' αυτό.
- Και τί να κάνω ρε
μαλάκα, πώς θα κουμαντάρω εγώ μπάρ
παίρνοντας τη γκόμενα στα σοβαρά; Υπήρξε
νομίζεις γυναίκα που να γούσταρε το
μπαρμανλίκι μέχρι τέλους; Όλες θέν στον
τρίτο-τέταρτο μήνα να το κλείσω και ν'
ανοίξω μπουτίκ.
- Και τί θα κάνεις ρε σύ
όμως;...
- Τί θα κάνω;
- Μιά ζωή εργένης;...
- Ε τί;
- Ρε μιά ζωή μόνος;
- Πού 'ν' το πρόβλημα;
- ...Ρε μόνος θα πεθάνεις;...
- Μ. Κοίτα, μιά ντουζίνα
οι ολύμπιοι πήγανε αντάμα, ναί;
- ...
- Ναί. Θεός και Διάβολος,
πήγαν απ' το χέρι του Νίτσε λες, γιαβόλ;
- Αhά...
- Ε άμα θές να πεθάνεις
με παρέα, γίνε καλύτερα θεός, Νικολάκη.
Οι άθρωποι πεθαίνουν μόνοι.
- ...
- ...
- ...
- Τί επαθες;
- ...Δέ με λένε Νίκο.
... Ο Θεός, του αλκοόλ, ο συγγραφέας, επειδή μιλάει εκ μέρους όλων, οι υπόλοιπες, που είναι οι όλες...
ΑπάντησηΔιαγραφή