Εκείνος ο Μενοικέας, ο πολεμιστής των Μυρμιδόνων,
μπιστεμένος τάχα του Πηλείδη, τι ν’ απόγινε άραγε ?
Εκείνος ο Μενοικέας που στις μέρες της οργής του γιού της
Θέτης έμενε απόλεμος στα μαύρα πλοία, τρωγοπίνοντας με τους συντρόφους και
τζογάροντας διαγουμισμένο ασήμι με
κότσια σφαχταριών, χαζεύοντας από μακριά την αντάρα της μάχης, χαζεύοντας λιμασμένα το άπαρτο κάστρο, χαζεύοντας με
κρύα μάτια τους Αχαιούς που γύριζαν κάθε μέρα από τον κάμπο του Σκάμανδρου,
ολοένα και πιο κουρασμένοι, ολοένα και λιγότεροι.
Εκείνος ο Μενοικέας που σ’ ένα καταμεσήμερο κρασολόι – πέρα,
μπροστά στα τείχη, αλυχτούσε μανιασμένος
ο Άρης - γέλασε στα μούτρα κείνου του αλογάρη του Αγαμέμνονα που, αφανισμένος
από του μακελειού τον κάματο, ζυμωμένος με λάσπη και αίμα και ίδρωτα περνώντας έφτυσε καταγής - πηχτό, φαρμακωμένο φτύσμα
-στραβοκοιτάζοντας με καταφρόνια το τσούρμο των χαροκόπων. Κι άναψε και κόρωσε
με το κρασόβρεχτο χάχανο του πολεμιστή,
και, αφρίζοντας από ανήμπορη λύσσα
κλότσησε μια βοϊδοσβουνιά κατά την ομήγυρη, ου να μου χαθείτε λεχρίτες,
γυναικούλες ξεδιάντροπες, βρομόσκυλα με την ουρά στα σκέλια…
Εκείνος ο Μενοικέας με το κόκκινο βλέμμα, ο Μενοικέας μέσα
στην άλικη αχλή, ο Μενοικέας που πετώντας πέρα τη μαγαρισμένη κούπα του
τινάχτηκε στη στιγμή ορθός, έσυρε φρενιασμένος το χάλκινο ξίφος και το ΄μπηξε
στην κοιλιά του αλογάρη, εκείνος ο Μενοικέας ο πολεμιστής με τα κόκκινα χέρια,
τι ν’ απόγινε άραγε ?
Ο τυφλός ραψωδός
τηρεί
σιγήν
ιχθύος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
για συνδέστε, για συνδέστε...