MathJax

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

πως πήρε το όνομά του ο 'δρόμος του παπαγάλου'

Κάποτε υπήρχε ένας τύπος που ήταν στα καράβια, παλιά, πολύ παλιά. Είχε γυρίσει τα πάντα, είχε πιάσει όλα τα λιμάνια, είχε δοκιμάσει γυναίκες από όλες τις ράτσες, είχε ξοδέψει τη μισή του ζωή στο πέλαγος αλλά η υπόλοιπη μισή άξιζε δέκα κανονικές ζωές, συμπυκνωμένες σε αγκυροβολήματα και ζεστά, από τον προηγούμενο, κρεβάτια. Όταν επέστρεφε στο χωριό του μετά από κάθε ταξίδι όλο το χωριό χαίρονταν. Χαιρόταν οι χωρικοί γιατί θα τους έφερνε ιστορίες και εξωτικά πεσκέσια, χαιρόταν ο καφετζής στο καφενείο του οποίου μαζευόντουσαν όλοι και ακούγανε τις ιστορίες, χαιρόταν ο μπακάλης που όλοι οι χωρικοί παίρναν από αυτόν φαγητά για να τα πάνε στον ναυτικό σαν ευχαριστώ για τα δώρα που τους έφερνε.

Αυτός λοιπόν, όταν χόρτασε αλάτι και γαλάζιο, έμεινε στο χωριό παρέα με έναν παπαγάλο που είχε φέρει από την αραπιά. Κανονικά δεν επιτρεπόταν αλλά τόσα χρόνια στη γύρα είχε αποκτήσει τόσους πολλούς φίλους σε τόσες πολλές θέσεις που θα μπορούσε να χώσει και ελέφαντα στο μικρό βαπόρι από το οποίο έμελλε να συνταξιοδοτηθεί χωρίς να του έφερνε αντίρρηση κανείς. Ήταν ωραίος παπαγάλος, πλουμιστός και αρχοντικός. Στην αρχή δεν καταδεχόταν ούτε να κρώξει ούτε καν να φάει. Μόνο έστεκε ακίνητος μέσα στο κλουβί του έξω από την πόρτα του σπιτιού του ναυτικού την ημέρα και μέσα στο σαλόνι του δίπλα στα μπιπελό την νύχτα ή όταν έβρεχε ή φυσούσε. Στεκόταν ακίνητος λες και μόνο που θα κουνιόταν θα έκανε μεγάλη χάρη σε αυτούς τους αγροίκους που δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν κατάλληλα πως η ελευθερία έχει ίδια ανεκτίμητη αξία είτε είσαι πουλί είτε άνθρωπος. Όλο το χωριό τον γυρόφερνε βλέποντας τα χρωματιστά φτερά και το στρογγυλό και γυαλιστερό ράμφος να αντανακλά τον ήλιο κι ήταν λες και το φως ξεκινούσε μέσα από τα κάγκελα του κλουβιού. Όλοι είχαν λίγη από την ελευθερία του στις τσέπες τους γιατί η ελευθερία είναι η μόνη έννοια που δεν χάνεται απλά, κάποιος την παίρνει από κάποιον άλλο.

Ο ναυτικός που μετά από τόσα και τόσα χρόνια δεν είχε ριζώσει πουθενά, χωρίς οικογένεια κι ένα σπίτι που ποτέ δεν θα γινόταν σπιτικό –αυτό το είχε αποφασίσει και το είχε ξεκαθαρίσει στο μυαλό του- είχε σαν μόνη παρηγοριά τον παπαγάλο. Καθώς όμως μαραίνονταν το ζωντανό βλέποντας τον κόσμο ανάμεσα από τα κάγκελα, μαραίνονταν κι ο ναυτικός που ήλπιζε μέχρι την τελευταία στιγμή πως το αρχοντικό πουλί δεν είχε το χαρακτήρα του αφεντικού του που δεν μπορούσε να στεριώσει στο ίδιο χώμα πάνω από μερικές μέρες, αλλά αποζητούσε την σταθερότητα και την ασφάλεια της μονιμότητας. Έκανε λάθος.

Μια μέρα, εντελώς μεθυσμένος με τσίπουρο και κόκκινο γλυκό κρασί που του έφερνε ένας παλιός συμμαθητής του από το δημοτικό, έκλεισε τα μάτια και πίστεψε πως έβλεπε μέσα από το πουλί. Τα ανοιγόκλεισε δυο-τρεις φορές μέχρι να το συνειδητοποιήσει και στο τέλος κατάλαβε πως έβλεπε καλύτερα με τα μάτια κλειστά. Τι θέαμα όμως! Παιδαρέλια να κάνουν γκριμάτσες πίσω από την ασφάλεια του σίδερου, γριές να πετάνε κομματάκια ψωμί ελεημοσύνης μιας και δεν είχε κάνει τίποτε για να το κερδίσει, λεβέντες που γυρνούσαν από τα χωράφια να κοιτάζουν με απύθμενη ζήλια τα δυνατά φτερά που με ένα τίναγμα θα μπορούσαν να τον πάρουν μακριά κι από τα χωράφια κι από το χωριό και με ακόμη μεγαλύτερη ευχαρίστηση τα κάγκελα που τον κρατούσαν όπως κι αυτούς κολλημένους σε ένα αφιλόξενο μέρος. Κι αυτά τα κάγκελα! Αυτές οι γραμμές που έκοβαν τον κόσμο σε φλούδες και τον έκαναν τόσα κομμάτια όσα δεν μπορούσε να συνδυάσει, τόσα ώστε να μην είχε έναν ξεκάθαρο στόχο, να μην ζητούσε έναν και μοναδικό κόσμο αλλά πολλούς. Πνίγηκε. Έκανε να απλώσει τα φτερά αλλά χτύπησαν στο σίδερο.

Σηκώθηκε το πρωί μισοζαλισμένος και τίναξε τα χέρια του μπας και σπάσει τα σίδερα. Δεν υπήρχαν. Άνοιξε το κλουβί και άφησε τον παπαγάλο να φύγει. Εκείνος τον κοίταξε και για πρώτη φορά από τη στιγμή που ο μαυριδερός ζωέμπορος τον είχε πιάσει μέσα από τη ζούγκλα πριν τον μοσχοπουλήσει στον ναυτικό σε κάποιο λιμάνι του Χονκ Κονγκ, άνοιξε τα φτερά του και αποκάλυψε όλο το μεγαλείο των χρωμάτων που τον δημιουργούσαν. Ήταν λες και η ελευθερία τον είχε κάνει ομορφότερο. Ο ναυτικός έμεινε να τον κοιτάζει αχόρταγα καθώς ο παπαγάλος ξεμούδιαζε τα φτερά του κουνώντας τα πάνω κάτω ενώ περπατούσε στον χωματόδρομο μπροστά από το πρώην σπίτι του ή το πρώην κελί του, ανάλογα με το πόσο μεθυσμένος ήταν ο καθένας και μέσα από ποιου τα μάτια έβλεπε.

Τη στιγμή εκείνη μερικά παιδάκια με τις μαμάδες τους πλησίαζαν το σπίτι του ναυτικού για να δουν τον παπαγάλο και να ακούσουν καμιά ιστορία από τον αφέντη του, από εκείνες που μόνο αυτός ήξερε να λέει. Ο παπαγάλος με τα φτερά ακόμη ανήμπορα να τον σηκώσουν, χοροπηδούσε κάτω στον δρόμο σαν να έπαιρνε φόρα για την σημαντικότερη απογείωση της ζωής του. Μόλις το αντιλήφθηκαν οι επισκέπτες άρχισαν να τρέχουν ξωπίσω του φωνάζοντας. Μανάδες και κόρες και γιοι τον κυνηγούσαν προσπαθώντας να κάνουν καλύτερη δουλειά από το κιτρινωπό κλουβί από λευκοσίδηρο που τον είχε αφήσει να φύγει. Εκείνος το αντιλήφθηκε και άρχισε να χοροπηδάει ακόμη πιο έντονα και γρήγορα σαν όλος αυτός ο καιρός ακινησίας στο κλουβί τον βοηθούσε να αποθηκεύσει ενέργεια για μια τέτοια στιγμή. Στο τέλος του δρόμου και με τους δεσμώτες του να έχουν πλησιάσει πια σε απόσταση μικρότερη από ένα τυπικό λουρί, ο παπαγάλος τίναξε μεγαλόπρεπα τα φτερά του σηκώνοντας ένα μικρό σύννεφο σκόνης, αρκετό όμως για να καλύψει τους κυνηγούς του και να τους δώσει την εντύπωση ότι εξαφανίστηκε μαγικά μέσα από πυκνό καπνό που μπέρδευε αλήθεια και ψέμα.


Μα η ελευθερία ήταν πλέον αλήθεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

για συνδέστε, για συνδέστε...