Το τραγούδι οφείλει να είναι αερικό άπιαστο, μαγικό
παλιοκαιρίτικο, ζώο καματερό.
Το τραγούδι οφείλει να μιλά για συγκεκριμένα πράγματα με
απλά λόγια, να κολακεύει τις ζαβολιές των πιτσιρικάδων, να χαμογελά με τις
γκριμάτσες τους.
Το τραγούδι οφείλει να είναι πουλί, ανθός, φλόγα, κρήνη, μα,
πάνω απ’ όλα, το τραγούδι οφείλει να είναι βράχος.
Το τραγούδι οφείλει να είναι σαστισμένο και ανήμπορο σαν
βρέφος, να θέτει παιδιάστικα ερωτήματα, να μην διαθέτει απαντήσεις.
Το τραγούδι οφείλει να είναι λουλούδι που ανοίγει ή απόστημα
που σπάει, να ακροβατεί αβίαστα ανάμεσα στην καύλα της ζωής και στους αφρούς
της λύσσας.
Το τραγούδι οφείλει να μας μαχαιρώνει.
Το τραγούδι οφείλει να γλείφει τις πληγές μας.
Υπάρχει μια σειρά – προ πολλού ξεχασμένα - πράγματα τα οποία
οφείλει να είναι ή να κάνει το τραγούδι.
Οι αρμόδιοι διαχειριστές περί άλλα, κατά βάσιν, τυρβάζουν.
Το τραγούδι οφείλει να ποτίζει το δέντρο του συλλογικού
υποσυνείδητου.
Το τραγούδι οφείλει να είναι ο καρπός αυτού του δέντρου, που
ωστόσο μπορεί και να ‘ναι θεόπικρος, φαρμάκι· τόσα χρόνια τώρα, θλιβερά
καμπανίζει απ’ τα κλαδιά του δέντρου το κουφάρι της Έλλης.
Η μόνη αξία που δικαιούται και που οφείλει να έχει το
τραγούδι είναι η αξία χρήσης.
Ουδόλως μας αφορά το τρέχον αυτιστικό παραλήρημα του κάθε
τυχάρπαστου.
Ποσώς μας ενδιαφέρουν τα αγοραία ήθη.
Μακριά από μας ο καημός των εμπόρων.
Το τραγούδι οφείλει να τραγουδιέται.
Αλλιώς δεν.
(………...και στο κάτω-κάτω της γραφής πάλι στον ώμο του
Τσιτσάνη θα γείρουμε. Κι όταν ο Άγιος Μάρκος ψέλνει γκρινιάρικα τον άπονο
ντουνιά, καταφέρνει τόσο συγκεκριμένες, ζυγιασμένες μαχαιριές. Και το κόσκινο
που μας επιτρέπει να ξεσκαρτάρουμε την άμμο από το χρυσάφι είναι ακριβώς η αύρα
που ταξιδεύει μέσα στα χρόνια το στοιχειό της Συλλογικής Μνήμης ).