MathJax

Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Όσα παίρνει ο Διάολος...

Το ταξίδι από το Σεόρις προς την Κωνσταντινούπολη είναι μακρύ και οι δύο βρικόλακες ο Αλέξανδρος και ο Αμπετόριους βρίσκουν την ευκαιρία να γνωριστούν καλύτερα.
Ο ένας είναι ο Αλέξανδρος, μακριά μαύρα μαλλιά αφημένα ελεύθερα μέχρι του ώμους , το έντονο βλέμμα του να φωτίζεται από το συχνό του χαμόγελο, ενώ τα τελετουργικά χαραγμένα με Αραμαϊκά σύμβολα χέρια του προβάλλουν μέσα από τα μανίκια του λευκού ενδύματός του, ενώ από την άλλη ο αινιγματικός Αμπετόριους ένας γηραίος των Τρεμήρ ντυμένος σε ενδύματα της τάξης του γεμάτα τσέπες και μικρά αντικείμενα, όπως όμορφες χτένες και ξύστρες για τα δόντια διασκεδάζουν την ανία του ταξιδιού ξεκινώντας τη συζήτηση…
Τα άλογα της άμαξας καλπάζουν μέσα από φιδογυριστά μονοπάτια και απόκρημνες ράχες, η μεγαλοπρέπεια της νύχτας μπλέκει με τις συζητήσεις δύο απέθαντων, δύο μάγων των οποίων τα μυστικά και τα μυστήρια ξεκίνησαν απ’ όταν ήσαν ακόμα ζωντανοί. Η κουβέντα για την Πόλη, το σκοπό τους εκεί αλλά και για το Σεόρις και την αέναη μάχη, για επικράτηση της φυλής διακόπτεται όταν …

Ξαφνικά η άμαξα σταματά, και οι δύο, πρώτα ο Αμπετόριους και κατόπιν ο Αλέξανδρος βγαίνουν απ’ αυτή προκειμένου να διερευνήσουν το γιατί. Δύο θνητοί, ο ένας πρόσφατα νεκρός και ο άλλος ετοιμοθάνατος κείτονται δίπλα σ’ ένα σεντούκι, ενώ οι ήχοι από τα βήματα των πιθανών φονιάδων τους χάνονται μέσα στη νύχτα. Ο Αλέξανδρος τραβά το σπαθί του για παν ενδεχόμενο, μα στρέφεται με ευγένεια στον ετοιμοθάνατο προκειμένου να μάθει γι’ αυτόν. Ο θνητός ψελλίζει ασυναρτησίες αφήνοντας την τελευταία του πνοή στα χέρια του Αλέξανδρου.

"Ας ανοίξουμε το μπαούλο…", ο Αλέξανδρος ψάχνει τα πτώματα των δύο για το κλειδί το οποίο προς μεγάλη του έκπληξη βρίσκει στη οπή του ενός φρουρού…"...αυτοί οι θνητοί", μονολογεί χαμογελώντας ενώ διασκεδάζει με το κλειδί παίζοντας με την οπή του νεκρού ..τελικά το αποκαλύπτει στον Αμπετόριους γελώντας τρανταχτά. Τη στιγμιαία διασκέδαση τη διαδέχεται η έκπληξη καθώς το σεντούκι περιέχει πλήθος πολυτελών βιβλίων στολισμένα με κάθε λογής σύμβολα και τυλιγμένα σε δέρμα….οι δύο κοιτάζονται μειδιώντας…

Η άμαξα ξεκινάει και οι δύο βρυκόλακες εξετάζουν το περιεχόμενο των βιβλίων, κατόπιν μελέτης καταλήγουν στο ότι πρόκειται για βιβλία των Τζιμίσκι σχετικά με την τέχνη της Βισίσιτιουντ υψηλού επιπέδου μιας και αναφέρει ακόμα και την δημιουργία Βοζντ, τερατόμορφων πολεμικών μηχανών, αμάγαλμα πολλών μορφών και όντων που μόνο οι γηραιότεροι των Τζιμίσκι ξέρουν να δημιουργούν…ένας θησαυρός αμφίβολου προέλευσης καλοδεχούμενος τόσο στο Σεόρις όσο και αλλου. Οι δύο Τρεμήρ αποφασίζουν για την ώρα να κρατήσουν μυστικό το καινούργιο τους απόκτημα αλλα μελοντικά, ποιος να ήξερε...

Τελικά στην ηρεμία της νύχτας και ενώ τα ουρλιαχτά των πλασμάτων της νύχτας αγγίζουν το φεγγάρι η συζήτηση κορυφώνεται και ο Αμπετόριους καταλήγει εφ’ όσον είναι εφικτή η μετάβαση από τη θνητή ύπαρξη στην αθανασία και στην δημιουργία νέων μορφών ζωής... μήπως η μετάβαση δύναται να συνεχιστεί? Και αν ναι ποιο θα μπορούσε να είναι το όριο?...Ο Αλέξανδρος φανερά κεντρισμένος από αυτό το συμπέρασμα του συνομιλητή του τον ωθεί να ολοκληρώσει τον συλλογισμό του, και ο Αμπετόριους του εκμυστηρεύεται…Υπάρχει κάποιο βιβλίο μέσα στα τείχη της αιώνιας πόλης….ένα βιβλίο αρχαίο που γνωρίζουν ελάχιστοι, στην κατοχή μιας βιβλιοθήκης των παιδιών του Δράκου…που αναφέρεται στους Αγγέλους…
Θα μπορούσε κανείς άραγε να γίνει Άγγελος?...η ακόμα...θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν?
Ο Αλέξανδρος ακούει με ενδιαφέρον την άποψη του Αμπετόριους και παραθέτει τα ρίσκα και τα οφέλη ενός τέτοιου εγχειρήματος…Το βιβλίο όπως και να χει βρίσκεται στα χέρια των Δράκων…ενδιαφέρον μόλα ταύτα μονολογεί και υπόσχεται στον Αμπετόριους πως αυτή η συζήτηση ….θα συνεχιστεί…

Και οι άνεμοι δυναμώνουν ενώ το ποδοβολητό των αλόγων αντιλαλεί αψηφώντας τη μοναξιά της νύχτας…

  

  





Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

γκιτάρ χήροουζ

- (τακ-τάκ)
- ναι, ποιος είναι;
- ο ντ' αντάριο.
- ποιος;;!;
- ο μπλέ.

The belting of a convulsion


I was hunting him everywhere. He seemed open-hearted, friendly, accepting. Always notorious to mingle. His sister was there. Ten times rawer and desolated at her earnings of discerning the earth-world. She wouldn’t offer if you wouldn’t pose. Only the image of her would form at the root of one’s eye, her eidolon. Then he would, even, state
«Can you, please, go? It’s that I desire to stay alone with the sys…, we will talk later…». He runs away and for a reason, I try to follow, to earn my right back. It is so, damn, difficult for me to accept his denial. Keep chasing him. He has everything not for him to get irritated from anyone’s present. Even on his new boat
«…Can I step in? ...»
«…Nope…», what is that my Gods, this is way beyond that I can apprehend. What’s next. Still pursuing, try to be in the cycle. Hate to be an outcast. And I did well this time, I did everything well. Why is he repelling me. At the specific box, he is the only one I know well. He is postponing it for later, but it is, definitely, fresh than that. I can perceive the summer weather around, the hospitality of nature. Me, feeling alright, in my flesh and bones. It took me a while but for a reason, I’m not satisfied. Another entity is born and will be executed. I built and then I vanish. This is how I grow. This is how I, always, do. Search and destroy.  
«...Can I come on the boat…»
«...no, not yet… I have to perform a couple of destinations…»

Τρίτη 2 Μαΐου 2017